τετραγώνου

τετραγώνου
τετράγωνος
with four angles
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τετράγωνο — Στη γεωμετρία είναι ένα τετράπλευρο με ίσες πλευρές και ίσες γωνίες, δηλαδή ορθές. Το τ. έχει διαγωνίους ίσες και κάθετες· αντίστροφα, ένα παραλληλόγραμμο είναι τ., όταν έχει ίσες και κάθετες διαγωνίους. Στην αριθμητική, το τ. ενός αριθμού είναι… …   Dictionary of Greek

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνισμός — Στη στοιχειώδη γεωμετρία σημαίνει την κατασκευή ενός τετραγώνου με εμβαδόν ίσο προς το εμβαδόν δοθέντος σχήματος. Νοείται ότι ένα παρόμοιο πρόβλημα πρέπει να λύνεται με τα μόνα μέσα που διαθέτει η στοιχειώδης γεωμετρία, δηλαδή με τον κανόνα και… …   Dictionary of Greek

  • εμβαδόν — Η επιφάνεια ενός χώρου, καθώς και ο αριθμός που εκφράζει την έκταση αυτής της επιφάνειας. Η έννοια του ε. προέρχεται από την υπόθεση που υπαγορεύει ότι δύο τμήματα δύο επιφανειών, που διαφέρουν στο σχήμα, μπορεί να έχουν την ίδια έκταση. Έτσι,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… …   Dictionary of Greek

  • διάμεσος — Αυτός που βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα σε δύο άλλους· αυτός που μεσολαβεί για μία υπόθεση. (Ανατ.) Ο αναφερόμενος ή εντοπισμένος μεταξύ μερών του σώματος ή στον χώρο μεταξύ ιστών. (Μαθημ.) Όρος που σημαίνει το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”